Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Όλα πάνω σε μία* δοκό ... ΕΤΕ ...

Είτε αυτή είναι τα όρια ενός gap ...


εδώ οι τιμές βρήκαν στήριξη πάνω στο ατσάλινο δοκάρι 15,4€-14,98€ κι όλα είναι έτοιμα για να κτιστεί άλλο ένα σκαλοπάτι στο ανοδικό μονοπάτι τιμών που χαράζεται από το Μάρτιο!

Είτε αυτή είναι ένα από τα δοκάρια στο 69ο πάτωμα από τα 70 που έχει το κτήριο GE στο κέντρο Rockefeller της Νέας Υόρκης


εδώ οι εργάτες καθισμένοι πάνω σε ένα από τα δοκάρια του ουρανοξύστη παίρνουν το γεύμα τους. Μην ψάχνετε για μέτρα ασφαλείας, αυτά το 1932 ήταν απλά ... ανύπαρκτα!

Ένας από τους πιό σοβαρούς φωτογράφους του κόσμου ο Charles C. Ebbets.


τράβηξε ένα σύνολο φωτογραφιών πάνω στο συγκεκριμένο κτίριο στις 29 Σεπτεμβρίου 1932, που δημοσιεύθηκαν στη New York Herald Tribune, στο συμπλήρωμα του Κυριακάτικου φύλλου της, στις 2 Οκτωβρίου.








Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες περιλαμβάνονται στο αρχείο Bettmann, που ιδρύθηκε από τον Otto Bettmann το 1936. Σε αυτό το αρχείο υπάρχει μια συλλογή 11 εκατομμυρίων φωτογραφιών με κάποιες από τις καλύτερες ιστορικές εικόνες των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις μέρες μας το αρχείο ανήκει στην εταιρία Corbis, ιδιοκτησία του Bill Gates.

Η μουσική επιλογή είναι μία σύνθεση του Ennio Morricone :
Deborah's Theme

από την ταινία
Once Upon A Time In America


*Ευτυχώς που πρόλαβα, πριν έλθει ο usound, και διόρθωσα τον τίτλο από "ένα δοκό" σε "(μία) δοκό"... Ευχαριστώ mc!

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Λύθηκαν οι απορίες ...

Μετά τη σημερινή κίνηση της ΕΤΕ ...


η πορεία έφτιαξε για πάνω από το 23,6% και τον 200άρη ...


και εκείνη η ομοιότητα του 2009 με το 2001


vs

του 2009 με το 2003





γέρνει προς την μεριά του 2003 ... Eσείς τι λέτε;

Καλά! Καλό είναι να κρατάμε μικρό καλάθι
αλλά
από την άλλη ας χαρούμε λιγάκι το fairy tale για όσο κρατήσει ...

EUROVISION 2009 WINNER -NORWAY ALEXANDER RYBAK FAIRYTALE


δεν θα είχαμε αντίρρηση βέβαια να κρατούσε 1000+1 νύχτες καλοκαιριού...

Rimsky-Korsakov - Scheherazade


μέχρι η ΕΤΕ να πάει στα 50-100€ και ο ΟΛΘ του Swearengen στα 40-100€!!!

ΥΓ. το link για τη "Σεχρεζάντ" του Ρίμσκυ-Κορσακώφ, μου το έδωσε ο Swearegen.
Για αρχή έβαλα το πρώτο από τα πέντε μέρη του έργου.

O Haros, σήμερα 20-5-2009, ανακοίνωσε ότι έβγαλε επιτέλους τις ΕΤΕ από την ταυροσπηλιά του και σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις του ...

εδώ τον βλέπουμε σε χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Κυριακή απόγευμα ...

και μέχρι να αποφασίσει να φτιάξει πορεία η ΕΤΕ


για πάνω ή για κάτω από τον 200/άρη ή τέλος πάντων το 23,6% που λέγαμε στα προηγούμενα ποστ ...

Διαβάζω ένα καταπληκτικό βιβλίο του Μ.Καραγάτση ... Γιούγκερμαν, 1938 ...
Τό πρώτον κεφάλαιον τού «Γιούγκερμαν»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΖΑΚΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Πώς καί γιατί ο συνταγματάρχης Λιάπκιν κι ο ίλαρχος Γούγκερμαν μπάρκαραν στήν Πόλη γιά τόν Πειραιά.

Η «Κλεοπάτρα», βγαίνοντας απ’τό μπουγάζι τών Δαρδανελιών, βρήκε ένα Μαΐστρο-τραμουντάνα, πού κατέβαινε παγωμένος απ’τούς κάμπους τής Θράκης. Πρίν προφτάση νά πάρη στροφή αριστερά, γιά νά γυρίση τή μάσκα τής πρύμης στόν καιρό, τά κύματα χίμηξαν ακράτητα καί γέμισαν αφρούς τήν κουβέρτα. Οι επιβάτες τού καταστρώματος ξύπνησαν ξαφνιασμένοι απ’τ’αρμυρό νερό πού τούς έλουζε. Μέσα στό μισοσκόταδο τών κουραδόρων, τ’απότομο μποτζάρισμα έριξε ανθρώπους καί μπαγκάζια σ’ανακάτεμα κωμικοτραγικό. Σύντομα όμως διαλύθηκε ο μικροπανικός. Ύστερ’ από δύο τρία χοροπηδήματα, τό καράβι ήρθε στήν καινούργια του ῥότα, κατά τήν Όστρια, έχοντας τόν καιρό στήν δεξιά μάσκα τής πρύμης. Τό ενοχλητικό μπότζι, τό διαδέχτηκε μαλακό σκαμπανέβασμα. Η ησυχία απλώθηκε ξανά στό μεγάλο βαπόρι.

Στήν κουβέρτα τής πρύμης, πάνω σ’ένα κασόνι, ένας άντρας ήταν καθισμένος. Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’τ’αδύναμο φώς ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού. Ψηλός καί γεροδεμένος φαινόταν νά’ναι. Καθώς ο σηκωμένος γιακάς τής στρατιωτικής χλαίνης καί τό χωμένο ώς τά φρύδια πηλίκιο τού’κρύβαν τό μισό πρόσωπο, δέν ξεχώριζε παρά ένα φαρδύ σταχτύ μουστάκι, πού’πεφτε πάνω σέ σαγόνι τετράγωνο, χοντροπελεκημένο. Μιά σβησμένη γόπα ήταν, από ώρες κολλημένη στά χείλια του. Πλάι στό κασόνι κειτόταν μιά βαλίτζα παλιά, ξεφτισμένη, δεμένη μέ σπάγγους. Σέ τούτο τό αρκετά κακοπαθιασμένο σουλούπι, δυό πλατιές χρυσές σπαλέτες, θαμπές καί τσαλακωμένες από’να παγκόσμιο καί δυό εμφύλιους πολέμους, έδιναν κάποιον αέρα μεγαλοπρέπειας. Δυό σπαλέτες συνταγματάρχη τού ῥωσικού στρατού: τού στρατού τού Θεού καί τού Τσάρου.

Τό ξεροβόρι πού σάρωνε τήν νυχτερινή θάλασσα, δέν φαινόταν νά ενοχλή τό συνταγματάρχη. Είχε τό μάτι του καρφωμένο μπροστά, σέ κάποιο αόριστο σημάδι τού ορίζοντα· τόσο ασάλευτα καρφωμένο, πού ήταν φανερό πώς δέν έβλεπε τίποτα. Ίσως ο λεγάμενος νά ήταν συγκεντρωμένος στόν εαυτό του, αδιαφορώντας γιά τά στοιχεία πού λυσσομανούσαν ολόγυρά του. Ίσως, πάλι, η νιρβανική του αφαίρεση νά χρωστιόταν σέ μιά μπουκάλα βότκα, πού τό χέρι του χάιδευε στοργικά στή βαθιά τσέπη τής χλαίνης του.

Ψηλά στόν ουρανό, τ’αστέρια κυλούσαν τό μονότονο δρόμο τής αιωνιότητας, ανάμεσα στά ξεφτισμένα σύννεφα τ’ανέμου. Κατά τά μεσάνυχτα, πίσω απ’τά βουνά τής Τροίας, τό φεγγάρι τής χάσης πρόβαλε πορφυρό κι ακαθόριστο. Η καμπάνα τής πλώρης σήμανε σκάντζα – βάρδια. Μερικοί ναύτες δρασκέλισαν τήν κουβέρτα, πηγαίνοντας στά πόστα τους, ενώ άλλοι κατέβηκαν στό καμπούνι τής πλώρης, νά κοιμηθούν. Κάποιος θερμαστής, πασπαλισμένος καρβουνόσκονη, σκυμμένος στά ῥέλια, τραγουδούσε μελωδικά τήν παλιά καντσονέτα τής πατρίδας του, τής Νάπολης:

Sul mare lucido

L’astro d’argento…

Μά ούτε η θάλασσα ήταν διάφανη, ούτε τό φεγγάρι ασημένιο. Η Τραμουντάνα κάλπαζε στά κύμματα, σάν ξεχαλινωμένη Βαλκυρία. Απ’τίς καμπίνες, απ’τούς κουραδόρους, από παντού αναδυνόταν, πρός τό κατάστρωμα, ο βόγγος κι η μπόχα τής ναυτίας. Τά κύματα, γοργότερ’ απ’τό δρόμο τού καραβιού, προφταίναν απανωτά τήν πρύμη κι έσπαγαν στίς λαμαρίνες της μέ μανία. Η πορπέλα πάλευε αγκομαχώντας μέσ’ στήν αστάθεια τών οργισμένων νερών. Άλλοτε περιστρεφόταν μέ κόπο μέσ’ στά βάθη τών νερένιων όγκων· άλλοτε γύριζε σάν τρελή ανάμεσα στό αφρό τών κυμάτων.

Πέρα, κάτω, στόν ορίζοντα τού Νοτιά, αχνογράφηκαν τά βουνά τής Μυτιλήνης, στεφανωμένα πύρινη λάμψη. Κάποιο δάσος πρέπει νά καιγόταν· κι η φωτιά, θρεμμένη απ’τόν άνεμο τού πελάγου, σκορπούσε στά θέμελα τ’ουρανού σάν πελώριο φεγγίο. Στήν Ανατολή, τά βουνά τής Μικρασίας υψώνονταν σκοτεινά, μόλις χρωματισμένα απ’τίς κρεμεζιές αχτίδες τού φεγγαριού.

Τό βαπόρι πήρε στροφή καί μπήκε στό μπουγάζι τής Λέσβος, πού ο καιρός δέν τό’πιανε τόσο πολύ. Τά κύματα γίνηκαν μαλακότερα· μά χτυπούσαν τό σκάφος από δίπλα, κάντοντάς το νά μποτζάρη ενοχλητικά.

Τό γαλήνεμα τού ανέμου φαίνεται νά ξύπνησε τό Ῥώσο συνταγματάρχη απ’τόν όρθιο ύπνο του. Μέ νευρική χειρονομία πέταξε τήν σβηστή γόπα στό νερό. Κατόπι έβγαλε απ’την τσέπη τό μπουκάλι, τό κόλληξε στά χείλη του καί τό βύζαξε μέ βουλιμία.

- Έ, Νταβίντ Μπορίσιτς! Βλέπω πώς φροντίζεις γιά τήν κεντρική θέρμανση τού αμαρτωλού σαρκίου σου!

Ο συνταγματάρχης τράβηξε τήν μπουκάλα απ’τό στόμα του καί κοίταξε, μέ μάτι σκυθρωπό, τόν άνθρωπο πού τού μίλησε. Ήταν ένας άντρας ψηλός, λιγνός, ντυμένος μέ τήν σκοτεινόχρωμη τουλούπα τών Κοζάκων. Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στό ξουρισμένο κεφάλι του, τού’κρυβε τό δεξί αυτί. Οι κατακαίνουργες σπαλέτες πετούσαν μαλαματένιες σπίθες, κάτω απ’τό νυσταγμένο λαμπιόνι. Τό γαντοφορεμένο χέρι του έπαιζε νευρικά μ’ένα φίνο κουρμπάτσι.

Ο Κοζάκος προσπαθούσε νά σταθή ντούρος, δίχως νά τό κατορθώνη. Ήταν τό μπότζι τού βαποριού, πού τόν έκανε νά σαλεύη πέρα δώθε. Μά ήταν καί κάτι άλλο. Ο συνταγματάρχης τόν αναμέτρησε, απ’τήν κορφή ώς τά νύχια, μέ τό σκληρό του μάτι· καί μέ φωνή αυστηρή τό αποπήρε:

- Ίλαρχε Γιούγκερμαν, δέν είμαι ο Νταβίντ Μπορίσιτς, μά ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Πρέπει νά είσαι τύφλα στό μεθύσι, γιά νά ξεχνάς σέ τέτοιο σημείο τούς στρατιωτικούς κανονισμούς.

Ο Κοζάκος χαχάνισε περιφρονητικά, καί κάθησε πλάι στό συνταγματάρχη:

- Δέ βαριέσαι, αδερφάκι! Επειδή γλιτώσαμε από τού Μπολσεβίκους τίς στολές καί τίς επωμίδες μας, δέν σημαίνει πώς έχουμε καί τούς βαθμούς μας...

Τά φρύδια τού Λιάπκιν έσμιξαν άγρια:

- Τότε, βγάλε τίς επωμίδες σου καί πέτα τες στή θάλασσα, οπόταν θά’χης τό δικαίωμα νά μέ λές Νταβίντ Μπορίσιτς καί νά σέ λέω Βασίλη Κάρλοβιτς. Μά όσο επιμένουμε νά τίς έχουμε στούς ώμους μας, θά είσαι ο ίλαρχος Γιούγκερμαν καί θά είμαι ο συνταγματάρχης Λιάπκιν.

Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους. Όλ’ αυτά δέν τά σκέφτηκε ποτέ. Ξακολουθούσε νά φορή τήν στολή τών Κοζάκων γιά τρείς λόγους: γιατί τού πήγαινε ωραία· γιατί τήν είχε συνηθίσει, καί γιατί δέν είχε άλλο ῥούχο νά φορέση. Όσο γιά τό βαθύτερο νόημα μιάς οποιασδήποτε στολής, δέν νοιάστηκε ποτέ· ούτε τόν καιρό πού ο συνταγματάρχης Λιάπκιν μπορούσε νά τού κοπανίση πενθήμερο περιορισμό γιά αντικανονικό χαιρετισμό ανωτέρου. Τώρα μάλιστα, πού τό οριστικό γκρέμισμα τού τσαρικού καθεστώτος ισοπέδωσε τά πάντα – όχι τόσο στή Ῥωσία, όσο στούς Άσπρους φυγάδες τού Εξωτερικού -, ο ίλαρχος Γιούγκερμαν νοιαζόταν γιά τίς σπαλέτες τού Λιάπκιν, τού Βράγγελ, τού Κολτσάκ καί τού Τσάρου – Θεός σ’χωρέσ’τον! – όσο καί γιά μιά παλιά κυλότα του, πού ξέχασε στό σπίτι μιάς Εβραίας, όταν οι Κόκκινοι μπήκαν στή Χερσώνα κάπως αναπάντεχα.

Μά ο Λιάπκιν επέμενε στή συζήτηση. Σάν Ῥώσος καθαρόαιμος, πού οι περιστάσεις τόν ανάγκασαν νά μήν ανοίξη τό στόμα του δώδεκα ώρες, πέθαινε γιά κουβέντα ανώτερη, φιλοσοφική, δίχως αρχή καί τέλος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό καί νόημα· φτάνει νά υπάρχουν πιθανότητες διαφωνίας, νά γίνη καυγατζίκος, ν’ανάψουν τά αίματα:

- Κατάλαβες, Γιούγκερμαν – άν καί τό ξερό φιλανδικό κεφάλι σου δέν κατάλαβε, ποτέ του, τίποτα! Όσο φοράς τίς επωμίδες τών Κοζάκων τής Φρουράς, έχεις καί τίς ανάλογες υποχρεώσεις.

Ο Γιούγκερμαν έσαξε τήν παπάχα πάνω στό ξουρισμένο κεφάλι του καί είπε μέ ύφος τάχα σοβαρό:

- Δέν μού λές, Νταβίντα Μπορίσιτς. Εσύ φοράς τίς επωμίδες τού συνταγματάρχη, κι εγώ τού ιλάρχου. Άν σέ βρίσω, μπορείς νά μέ κοπανίσης ένα μήνα φυλακή; Όχι! Τό λοιπόν, τίς φοράμε – δέν τίς φοράμε, τό ίδιο κάνει!

Τά μάτια τού Λιάπκιν πέταξαν σπίθες:

- Νά σού κοπανίσω ένα μήνα φυλακή, δέν μπορώ. Μά σ’αρπάζω απ’τό λαιμό καί σέ στέλνω μεζέ στά σκυλόψαρα!

Μιλώντας έτσι, άρπαξε τό Γιούγκερμαν απ’τό γιακά μέ τή χερούκλα του, καί τόν τράνταξε πέρα – δώθε.

- Έ! Λ! τραύλισε ο Γιούγκερμαν. Μή θυμώνης έτσι! Σατανά! Μ’έπνιξες! Στ’αστεία μιλούσα! Δέν μπορεί νά χωρατέψη κανείς μαζί σου!

Τό χέρι τού Λιάπκιν έπεσε άτονο. Τά μάτια του ξανασκοτείνιασαν:

- Ήσουν πάντα θρασύς καί παλιάνθρωπος. Κάτι τέτοιες κόνιδες, σάν κι εσένα, μόλυναν τό ρωσικό στρατό...

Ο Γιούγκερμαν τόν άφησε νά μιλάη, δίχως νά διαμαρτύρεται. Σαρκαστικό χαμόγελο παραμόρφωσε τά στενά του χείλια.

- Κάτι ήξερε ο Αρκάνωφ πού’θελε νά σέ νοτυφεκίση, ξακολούθησε ο Λιάπκιν, γιά εγκατάλειψη θέσεως ενώπιον τού εχθρού. Μά δέν τόν άφησαν... Άν είχαμε ξεπαστρέψει μερικά καθάρματα σάν τά μούτρα σου, δέν θά’χαμε καταντήσει αυτού πού βρισκόμαστε...

Σιωπή. Τό βαπόρι, τώρα, προχωρούσε στ’ακύμαντο μπουγάζι τής Λέσβος. Ο αγέρας είχε καταλαγιάσει· η θάλασσα φλοίσβιζε μέ τρελούς αφρούς. Απ’τήν κορφή τ’ουρανού, τό φεγγάρι φώτιζε τά ολόγκρεμα βουνά τής Μικρασίας καί τίς ολόφωτες πλαγιές τού νησιού. Μιά οσμή νυχτερινής υγρασίας, γεννημένη στίς ρίζες τού δάσους, αναδομένη απ’τούς κλώνους τών δέντρων, πλανιόταν πάνω στή θάλασσα, προάγγελος τής στεριάς στό θαλασσινό ταξιδιώτη. Κάποιο ξαστέρωμα στήν Ανατολή προμηνούσε τόν ερχομό τής αυγής.

- Αλήθεια, ρώτησε ο Γιούγκερμαν τό Λιάπκιν. Δέν μού πες πώς έτυχε νά συνταξιδεύουμε σέ τούτο τό βαπόρι...

Ο Λιάπκιν άναψε τσιγάρο· ρούφηξε τόν καπνό μέ λαιμαργία, κι αποκρίθηκε:

- Σάν μπήκαν οι Κόκκινοι στήν Οντέσα, έφυγα. Τί ήθελες νά κάνω; Πολέμησα, λαβώθηκα, σκοτώθηκα. Ποιό τό όφελος; Ο πόλεμος στίς στέπες τής Ουκρανίας ήταν φοβερός...

- Ναί, ξέρω, είπε ο Γιούγκερμαν.

- Τί ξέρεις; Εσύ, όταν δέν πλιατσικολογούσες, σέ κάποιο χωριό τών μετόπισθεν θά’χες κονεμένη τήν ίλη σου!

- Όχι δά, Νταβίντ Μπορίσιτς! Καί τό πλιάτσικο έχει τούς κινδύνους του!

Ο Λιάπκιν κάγχασε :

- Γιά νά τό λές εσύ, ο τόσο ειδικευμένος περί τά τοιαύταμ έτσι πρέπει νά’ναι! Εμείς όμως πού πολεμούσαμε μονάχα γιά τή Ῥωσία, είδαμε μαύρες μέρες πάνω στ’άσπρο χιόνι τής στέπας. Είμαστε ένας πρός δέκα. Οι Κόκκινες μεραρχίες κατέβαιναν απ’τό Βοριά, σάν αμέτρητα κοπάδια λύκων, διαφεντέψαμε τό άγιο χώμα τής πατρίδας μας σπιθαμή πρός σπιθαμή, μέ τήν ελπίδα πώς κάποτε θά γινόταν τό θάμα, νά ξεκαθαρίσουμε τήν άγια Ῥωσία απ’τήν κόκκινη πανούκλα...

Τά μάτια τού Λιάπκιν μισόκλεισαν· τό σβησμένο τσιγάρο τρεμούλιασε κάτω απ’τό μογγόλικο μουστάκι του. Τό πέταξε κι αυτό στή θάλασσα. Έβγαλε ξανά τήν μπουκάλα, ρούφηξε δυό γουλιές βότκα κι είπε μέ φωνή βραχνή:

- Φαίνεται πώς ο Θεός δέν ήταν μέ τό μέρος μας...

- Τί ανακατεύεις τό Θεό στίς υποθέσεις τών ανθρώπων; μουρμούρισε ο Γιούγκερμαν. Έχεις τήν ιδέα πώς ο Πανάγαθος κάνει πολιτική;

Ο Λιάπκιν τού’ριξε αυστηρή ματιά καί ξακολούθησε:

- Έφτασα στήν Πόλη. Οι τσέπες μου ήταν δίσκα στά ῥούβλια· μά μέ τήν οκά νά τά πουλούσες, δέν έπιανες τήν αξία τού χαρτιού. Τού κάκου προσπάθησα νά βρώ καμιά δουλειά. Ήταν, όμως, κι άλλος λόγος πού μ’ανάγκάσε νά φύγω από εκεί...

- Ποιός;

- Η συμμαχική κατοχή. Στήν Ουκρανία είχα γνωρίσει πολλούς από τούς Αγγλογάλλους αξιωματικούς πού βρίσκονταν στήν Πόλη. Άλλοτε, όταν τούς μιλούσα, στέκονταν κλαρίνο. Τώρα, όταν μέ συναντούσανμ γύριζαν τά μούτρα αλλού. Ένας συνταγματάρχης ανύπαρχτου στρατού, πού ψάχνει νά βρή δουλειά γκαρσονιού, γιά νά μήν πεθάνη τής πείνας... Τό ίδιο θά’κανα κι εγώ, άν ήμουν στήν θέση τους. Η επιμονή μου νά φορώ τή στολή, τούς ενοχλούσε...

- Γιατί δέν τήν έβγαζες;

- Κι εσύ, γιατί δέν τή βγάζεις;

Ο Γιούγκερμαν γέλασε:

- Εγώ; Μά δέν τά λογάριασα ποτέ αυτά. Εξ άλλου είμαι συνηθισμένος νά γυρίζουν οι άνθρωποι τά μούτρα τους αλλού, όταν μέ συναντούν...

- Βέβαια! παραδέχτηκε ο Λιάπκιν. Τέτοιος πού είσαι!

- Καί γι’αυτό έφυγες απ’τήν Πόλη;

- Ναί. Έμαθα πώς στήν Ελλάδα έχω ελπίδα νά βρώ καμιά δουλίτσα. Ίσα – ίσα νά τρώγω, νά κοιμάμαι καί νά’χω μιάν αξιόπρεπη στολή. Εκεί δέν μέ ξέρει κανείς, καί δέν ξέρω κανένα...

- Στήν Ελλάδα πηγαίνω κι εγώ, είπε ο Γιούγκερμαν. Δέν τά κακοπερνούσα στήν Πόλη, μά είχα ατυχίες. Κάποιος Εγγλέζος αστυνομικός παρεξήγησε κάτι επιχειρήσεις πού’κανα μέ κάποιον Αρμένη, καί μου’πε νά περάσω απ’τή Διασυμμαχική Αστυνομία. Προτίμησα νά μπαρκάρω στό πρώτο βαπόρι πού έφευγε. Κι επειδή έτυχε τό βαπόρι τούτο νά πηγαίνη στήν Ελλάδα, πηγαίνω εκεί κι εγώ...

Χαμογέλασε κι έβγαλε τό πορτοφόλι του:

- Ευτυχώς κατάφερα νά πάρω μαζί τά κεφάλαιά μου, πού, γιά κάθε ενδεχόμενο, τά είχα ρευστοποιήσει: δέκα χιλιάδες ελβετικά φράγκα. Τά βλέπεις; Μ’αυτά περνάω δυό χρόνια. Ύστερα, έχει ο Θεός...

Κάτω απ’τό μουστάκι τού Λιάπκιν σχεδιάστηκε ειρωνικό χαμόγελο:

- Δέν μού λές, Βασίλη Κάρλοβιτς; Από τό μισθό πού δέν σού’δινε ο Βράγγελ τά κονόμησες αυτά;

Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους:

- Μήν είσαι κουτός! Μού τά’δωσε ένας Εβραίος, στή Χερσώνα, νά τού φυλάξω. Δέν τόν ξαναβρήκα· χάθηκε στήν αναμπουμπούλα. Θαρρώ πώς σκοτώθηκε...

- Καί σ’τά’δωσε ένα λεπτό ακριβώς προτού τόν σκοτώσουν. Δέν είν’έτσι;

- Τί κάθεσαι καί ψιλολογείς; Τό γεγονός είναι πώς τά χρήματα έμειναν σ’εμένα. Ήσαν πέντε χιλιάδες ελβετικά. Μέ κάτι επιχειρήσεις πού’κανα στήν Πόλη, τά τριπλασίασα. Αναγκάστηκα, όμως, νά δώσω πέντε χιλιάδες στόν Άγγλο αστυνομικό, γιά νά μή μέ πάη συνοδεία στήν Αστυνομία κι εκτεθώ στό δρόμο. Έτσι, μού απέμειναν δέκα χιλιάρικα.

- Καί δέν μού λές; Τί είδους επιχειρήσεις έκανες στήν Πόλη, μέ τόν Αρμένη;

- Χημικά καί φαρμακευτικά προϊόντα. Φέρναμε ενέσεις κακοντυλάτ, καί κινίνο χύμα. Μά κάποιος συναγωνιστής – ένας παλιάνθρωπος – είπε στήν Αστυνομία πώς τό κακοντυλάτ ήταν μορφίνη, καί τό κινίνο κοκαΐνη. Άειντε ν’αποδείξης τό αντίθετο στούς στενοκέφαλους Εγγλέζους αστυνομικούς! Προτίμησα, λοιπόν, νά φύγω γιά τήν Ελλάδα...

- Όπου οι Έλληνες αστυνομικοί είναι πλατιά πνεύματα, καί δέν υποψιάζονται άδικα τούς έντιμους εισαγωγείς χημικών καί φαρμακευτικών προϊόντων!

Γέλασαν κι οι δυό. Ο Γιούγκερμαν σηκώθηκε:

- Πάω γιά ύπνο. Θά σέ ξαναϊδώ πιό ύστερα.

- Καλύτερα νά μή μέ ξαναϊδής. Δέν είναι σωστό, εσύ, ένας επιβάτης τής πρώτης θέσης, νά κάνης παρέα μ’έναν επιβάτη τού καταστρώματος...

Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε. Στάθηκε προσοχή, χτύπησε τίς σπιρουνάτες μπότες του, χαιρέτησε στρατιωτικά κι είπε:

- Όπως διατάζετε, κύριε συνταγματάρχα!

Έκανε αψεγάδιαστη μεταβολή. Τάκ-τάκ τά τακούνια· τζίγκ – τζίγκ τά σπιρούνια. Καί τράβηξε σκουντουφλώντας κατά τήν Α΄ θέση.

...........................

ωραίο κείμενο ... όμορφο απόγευμα ...


μελωδικό Rock που βρήκα τυχαία ...



A Last Goodbye - from China Blue's Twilight of Destiny
το τελευταίο και καλύτερο κομμάτι του album ...


Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Μόδα η σύγκριση του 2001 με το 2009 ...

Την είχαν χτες στο σκοτεινό χωριό, ας τη βάλω κι εγώ σήμερα ...


Είναι το εβδομαδιαίο διάγραμμα της ΕΤΕ.
Προσέξτε τις περιοχές των δύο τριγώνων και την ομοιότητα που έχουν οι γραμμές των ΚΜΟ!
Τότε και τώρα η ανοδική αντίδραση έφτασε μέχρι το 23,6% ...

Το κάτω διάγραμμα είναι το ημερήσιο ... κι όπως θα μου έλεγε ο usound "Ναι! μη χάσεις!" :-)


το έβαλα έτσι απλά για να υπάρχει.

Και τον Απρίλιο στο ποστ : ΕΤΕ Quiz ... Αρχιμήδης και βοεικό πρόβλημα είχε τεθεί το θέμα της ομοιότητας,

ΕΤΕ-Εβδομαδιαίο
Καλή εβδομάδα! ...







Απαγορεύονται τα κυνηγετικά όπλα και οι σφεντόνες ...

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΕΤΕ ... κανόνας του 23,6%

Για άλλη μια φορά επαληθεύτηκε η στατιστική του 23,6%.
Δηλ. ότι μετά από κάθε τοπικό ελάχιστο, συμβαίνει ανοδική αντίδραση των τιμών της σε ποσοστό μέχρι 23,6%



στο παρακάτω παράθυρο φαίνεται το αντίστοιχο ποστ του Νοεμβρίου 2008 στο Capital.


τώρα για το μέχρι ποιό σημείο θα σταματήσει η διόρθωση μένει να το συζητήσουμε στα σχόλια ... και για αρχή υπάρχει ένα κενό τιμών μεταξύ 15,4 και 14,98 ...

Αγγλικά τριαντάφυλλα έτσι απλά γιατί είναι Μάης ...

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Μάης και ΕΤΕ

Παρά μία γουρουνότριχα και τρία γουρουνάκια ... φτάσαμε το 200/άρη :-)
και τώρα τί; Θα έχουμε συσσώρευση;




γιατί το 2003 κάτι τέτοιο έγινε ...



Μαγιάτικα τριαντάφυλλα για άρωμα και γούρι ... :-)




η μουσική επιλογή :
Adamo - Mon cinéma (1969) επιλογή by albatrus



Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο τα τριαντάφυλλα είναι πίνακας ζωγραφικής - έργο της SANDRA SALLIN




Chartwell
Oil on canvas over panel
40 x 60 inches
2005

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Καλώς τονε τον Μάη ...


Καλώς τονε τον Μάη με τους γλυκούς ζεφύρους,
με τα κουκιά τα φρέσκα, τους μυρωδάτους τσίρους,
με τ’ άνθη, με τα ρόδα, με τα χλωρά γρασίδια,
με μουσικές, τραγούδια, ερωτικά παιχνίδια,
γέλια, φωνές, μεθύσια...
ψυχή μου στα Πατήσια.
Για δέτε τι μαγεία στων Πατησιών το μέρος!
Εδώ σαν πεταλούδα κρυφοπετά ο έρως.

Σουρής Γεώργιος
«Ο Μάης», 1-6. 1878. Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 26.

Αλλά και με τους αγώνες ...



βλέπε αφιέρωμα ...


και με μυρωδάτο ρόδο για την παρέα ...
Καλή Πρωτομαγιά να έχουμε !!!






... και με διάγραμμα ΕΤΕ ... σε λίγο ...

α! δεν ξέρω, διαγράμματα εδώ μέσα θα μπαίνουν, ο κόσμος να χαλάσει ... :-)



Το κύριο χαρακτηριστικό του διαγράμματος είναι το κενό ανάμεσα στις τιμές 14.98 και 15.40 που δημιουργήθηκε την Πέμπτη.
Το γεγονός ότι ΔΕΝ υποχώρησαν οι τιμές σε διόρθωση, εκεί που όλοι την περίμεναν μας οδηγεί στην ερώτηση: λέτε να τα καταφέρουν να πλησιάσουν τον ΚΜΟ 200 ημερών ή είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι;

Παρόμοιο σκηνικό δεν είχαμε και στην αντιστροφή του 2003;


Και τότε ΔΕΝ συνέβη καμμία σημαντική διόρθωση τιμών μέχρι την τομή με το 200/άρη.